Χλαμύδια, Ουρεάπλασμα, Μυκόπλασμα
Μοριακός Έλεγχος (PCR)


Εισαγωγή

Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ) συσχετίζονται με  λοιμώξεις μέσω σεξουαλικής επαφής εξαιτίας διαφόρων βακτηρίων, ιών, παράσιτων. Τα πιο κοινά ΣΜΝ περιλαμβάνουν τα χλαμύδια, την γονόρροια, τους έρπητες, ΗIV, HPV, σύφιλη, κ.α.

Chlamydia trachomatis

Χλαμύδια Ουρεάπλασμα Μυκόπλασμα
Τα χλαμύδια αποτελούν το συχνότερο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα. Το είδος Chlamydia trachomatis (χλαμύδια του τραχώματος) προσβάλει αποκλειστικά τον άνθρωπο και κυρίως τα γεννητικά όργανα ανδρών και γυναικών. Στις γυναίκες μπορεί να προκαλέσει τραχηλίτιδα, ή σαλπιγγίτιδα, ενώ στους άνδρες ουρηθρίτιδα.

 Οι  λοιμώξεις από χλαμύδια σε πολλές περιπτώσεις μένουν αδιάγνωστες λόγω του ότι τα συμπτώματα είναι ήπια ή απουσιάζουν. Το ποσοστό των ασυμπτωματικών ασθενών ξεπερνάει το 50% στους άνδρες και το 70% στις γυναίκες, με αποτέλεσμα βακτηριακές λοιμώξεις του κατώτερου αναπαραγωγικού συστήματος να επεκτείνονται και στο ανώτερο γεννητικό σύστημα.

Τόσο σε ασυμπτωματικές όσο και συμπωματικές περιπτώσεις λοιμώξεων από Chlamydia trachomatis, επιμόλυνση για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές όπως φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, ή στους άνδρες χρόνια επιδιδυμίτιδα και ουρηθρίτιδα. Η λοίμωξη έχει συσχετιστεί με γυναικεία (λόγω προσβολής ή απόφραξης των σαλπίγγων)  και ανδρική υπογονιμότητα, καθώς επίσης με έκτοπη εγκυμοσύνη.

Τα χλαμύδια μεταδίδονται και από την μητέρα στο νεογνά κατά τον φυσιολογικό τοκετό και σε περιπτώσεις καισαρικής  και μπορούν να οδηγήσουν σε επιπλοκές όπως: μολύνσεις στα μάτια (επιπεφυκίτιδα), στα αυτιά (ωτίτιδα) και στους πνεύμονες (πνευμονία).

Υπάρχει θεραπευτική αγωγή για την αντιμετώπιση των χλαμυδίων και στην περίπτωση των ζευγαριών η θεραπεία πρέπει να ακολουθείται και από τους δύο, ώστε να αποφευχθεί η μόλυνση εκ΄ νέου. Εάν δεν υπάρχει θεραπευτική προσέγγιση η μόλυνση μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα όργανα του σώματος, προκαλώντας προβλήματα υγείας.

Mycoplasma – Ureaplasma

Τα μυκοπλάσματα στα οποία ανήκουν το Ureaplasma species (συμπεριλαμβανομένων των Ureaplasma parvum και Ureaplasma urealyticum), καθώς και το Mycoplasma hominis,  αποικίζουν στο κολποτραχηλικό περιβάλλον των γυναικών με ποσοστά έως 80% και 50%, αντίστοιχα. Τα μυκοπλάσματα μπορεί  να είναι υπεύθυνα για τη μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα (NGU) που δεν οφείλεται στα χλαμύδια, όπως επίσης για ουρηθρίτιδα, πυελονεφρίτιδα, επιλόχειο πυρετό, κ.α.

Τα ουρεαπλάσματα είναι τα πιο συχνά εμφανιζόμενα μυκοπλάσματα, με το  Ureaplasma parvum να συναντάται συχνότερα από το  Ureaplasma urealyticum και συνδέονται κλινικά με λοιμώξεις του ουρογεννητικού συστήματος.

Στoν άνθρωπο τα στελέχη Mycoplasma και Ureaplasma μπορούν να μεταδοθούν με άμεση επαφή  μεταξύ των ξενιστών (π.χ. αφροδίσια), κάθετα από τη μητέρα στο παιδί (είτε κατά τον τοκετό είτε ενδομήτρια) και ενδονοσοκομειακά.

Βιβλιογραφία

 

  1. A Rosemond, P Lanotte, S Watt, AS Sauget, F Gueriff, D Royere, A Goudeau, L Mereghetti. Systematic screening tests for Chlamydia trachomatis, Mycoplasma hominis and Ureaplasma urealyticum in urogenital specimens of infertile couples. Pathol Biol 2006, 54:125­129.
  2. KA Workowski, GA Bolan, Centers for Disease Control and Prevention. Sexually transmitteddiseases treatment quidelines, 2015. MMWR. Recomm Rep 2015; 61:1
  3. S Razin, L Hayflick. Highlights of mycoplasma research­ an historical perspective. Biologicals 2010, 38:183­190.